- σκύψιμο
- το, Νη κάμψη τού σώματος ή τού κεφαλιού προς τα εμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ- τού αορ. έ-σκυψ-α τού σκύβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκύψιμο — το κλίση του σώματος προς τα εμπρός: Χρειάζεται σκύψιμο, για να περάσει κανείς απ αυτή τη χαμηλή πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάκυψις — κατάκυψις, ἡ (AM) [κατακύπτω] το σκύψιμο προς τα κάτω … Dictionary of Greek
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek
πρόκυψη — η η κάμψη, το σκύψιμο προς τα εμπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)